κάμβιο

κάμβιο
Φυτικός ιστός, ειδικά των ξυλωδών φυτών, ο οποίος κατατάσσεται στα δευτερογενή μεριστώματα. Αποτελείται από στενά επιμήκη κύτταρα, διατεταγμένα σε σειρές, ενώ δημιουργεί μια διαχωριστική ζώνη μεταξύ ξυλώματος και φλοιώματος. Στην πραγματικότητα σχηματίζει αυτούς τους δύο μόνιμους ιστούς: προς τα έξω πάντα νέο φλοίωμα και προς τα μέσα νέο ξύλωμα. Η λειτουργία αυτή, που είναι υπεύθυνη για την ανάπτυξη των ριζών και των ξυλωδών βλαστών, λέγεται δευτερογενής ανάπτυξη. Το κ. των ξυλωδών φυτών, στις εύκρατες και ψυχρές περιοχές, λειτουργεί από τις αρχές της άνοιξης μέχρι το τέλος του καλοκαιριού, επιτρέποντας τον σχηματισμό των ετήσιων δακτυλίων στους κορμούς των δέντρων, από τους οποίους μπορεί να εκτιμηθεί η ηλικία τους. Το κάμβιο είvαι ένας φυτικός ιστός που παράγει φλοίωμα και ξύλωμα. Στα δύο σχέδια: α) φλοιός· β) δεσμογόνο κάμβιο· γ) εντεριώνη· δ) φλοίωμα· ε) ξύλωμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φλοιός — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται το εξωτερικό περίβλημα του κορμού ή των κλαδιών του δέντρου, το περίβλημα των καρπών, το εξωτερικό στρώμα της γήινης σφαίρας, η φαιά ουσία που περιβάλλει τα ημισφαίρια του εγκεφάλου, η εξωτερική στιβάδα των… …   Dictionary of Greek

  • βίβλος ή βιβλική ζώνη — (Βιολ.). Δευτερογενής ιστός στους βλαστούς και στις ρίζες των φυτών, ο οποίος παράγεται από το κάμβιο και αποτελείται από ηθμώδη αγγεία (ηθμοσωλήνες), συνοδευόμενα από βιβλικές ίνες και βιβλικό παρέγχυμα. Γενικά, σχηματίζει φυλλοειδή στρώματα, με …   Dictionary of Greek

  • εβέα — (hevea). Δικοτυλήδονα δέντρα της οικογένειας των ευφορβιδών με περίπου 20 είδη της τροπικής Αμερικής. Είναι μόνοικα ή δίοικα, με γαλακτώδη χυμό πλούσιο σε καουτσούκ. Το είδος ε. η βραζιλιανή κατάγεται από την τροπική Αμερική και συγκεκριμένα από… …   Dictionary of Greek

  • κορμός — Το φυτικό σώμα των κορμοφύτων, το οποίο περιλαμβάνει τη ρίζα, τον βλαστό και τα φύλλα. Η ρίζα στηρίζει το φυτό στο υπόστρωμα και του παρέχει νερό και θρεπτικά συστατικά, ο βλαστός φέρει τα φύλλα, τα άνθη και τους καρπούς, ενώ τα φύλλα, τέλος,… …   Dictionary of Greek

  • κόρμος — Το φυτικό σώμα των κορμοφύτων, το οποίο περιλαμβάνει τη ρίζα, τον βλαστό και τα φύλλα. Η ρίζα στηρίζει το φυτό στο υπόστρωμα και του παρέχει νερό και θρεπτικά συστατικά, ο βλαστός φέρει τα φύλλα, τα άνθη και τους καρπούς, ενώ τα φύλλα, τέλος,… …   Dictionary of Greek

  • ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… …   Dictionary of Greek

  • φελλογόνος — α, ο, θηλ. και ος, Ν φρ. «φελλογόνο κάμβιο» βοτ. στρώμα μεριστωματικών κυττάρων που βρίσκεται στον φλοιό τού βλαστού ή τής ρίζας πολλών φυτών τα οποία υφίστανται δευτερογενή κατά πάχος αύξηση, αποτελεί ιστό συστατικό τού περιδέρματος και… …   Dictionary of Greek

  • φελλοκάμβιο — το, Ν άλλη ονομασία τού φελλογόνου καμβίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < φελλός + κάμβιο] …   Dictionary of Greek

  • φελλόδερμα — το, Ν βοτ. απλός παρεγχυματικός ιστός τού περιδέρματος που παράγεται από το φελλογόνο κάμβιο προς την εσωτερική πλευρά του, ενώ προς την εξωτερική παράγεται ο φελλός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phelloderm < φελλός + δέρμα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”